- φέλων
- ΜΑ(κατά τον Θεόγνωστ.) «ἀλαζών».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek